-
1 κλοπικός
κλοπικός, diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.
См. также в других словарях:
κλοπικός — κλοπικός, ή, όν (Α) [κλοπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.) … Dictionary of Greek